δουλευτός

δουλευτός
-ή, -ό (Α δουλευτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
καλοδουλεμένος, επεξεργασμένος καλά
αρχ.
δουλικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δουλευτῶν — δουλευτός servile fem gen pl δουλευτός servile masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλευταῖς — δουλευτός servile fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλευταί — δουλευτός servile fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλευτή — δουλευτός servile fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδούλευτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει δουλευτεί με πολύ κόπο 2. αυτός που έχει γίνει από πολλούς δούλους 3. πολύ δουλεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δουλεύω (πρβλ. καλο δούλευτος)] …   Dictionary of Greek

  • δουλευτάς — δουλευτά̱ς , δουλευτός servile fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”